περίτυλος

περίτυλος
-ον, Α
1. (για μέρος τού σώματος) γεμάτος τύλους, κάλους
2. το αρσ. ως ουσ. φρ. «περίτυλος κρανέϊνος» — ξύλινο περίζωμα διακοσμημένο με εξογκώματα σαν κεφάλια καρφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τύλος «σκληρό εξόγκωμα, ρόζος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίτυλα — περίτυλος callous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτυλώ — όω, Α [περίτυλος] σχηματίζω κάλους σε πολλά σημεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”