- περίτυλος
- -ον, Α1. (για μέρος τού σώματος) γεμάτος τύλους, κάλους2. το αρσ. ως ουσ. φρ. «περίτυλος κρανέϊνος» — ξύλινο περίζωμα διακοσμημένο με εξογκώματα σαν κεφάλια καρφιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τύλος «σκληρό εξόγκωμα, ρόζος»].
Dictionary of Greek. 2013.